ρεωμυρία

ρεωμυρία
η, Ν
βοτ. γένος φυτών με 20 είδη, τής Ανατολικής Μεσογείου και τής Κεντρικής Ασίας, που ανήκει στην οικογένεια ταξαρικίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. reaumuria, από το όνομα τού Γάλλου φυσικού και φυσιοδίφη Reaumur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ταμαρικίδες — οι, Ν βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ταμαρικώδη και περιλαμβάνει τα γένη τάμαριξ, ρεωμυρία, μυρικαρία και ολολάχνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. tamaricaceae < tamarix (βλ. ταμάρίξ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”